πυριτιδοποιία

πυριτιδοποιία
η, Ν
η τέχνη ή η βιομηχανία παραγωγής πυρίτιδας και πυρομαχικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριτιδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυριτιδοποιία — η βιομηχανία κατασκευής πυρίτιδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”